- καμβάς
- ο1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ.2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου.[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. canvas < λατ. cannabis < κάν(ν)αβη].
Dictionary of Greek. 2013.