καμβάς

καμβάς
ο
1. χοντρό ύφασμα από κανάβι ή λινάρι ή βαμβάκι ή μετάξι, πολύ αραιά πλεγμένο και δικτυωτό, που είναι κατάλληλο για κεντήματα, δαντέλες, τάπητες κ.λπ.
2. μτφ. (για λογοτεχνικό ή θεατρικό κ.λπ. έργο) η πλοκή, ο μύθος, η υπόθεση τού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. canvas < λατ. cannabis < κάν(ν)αβη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • καμβάς — ο (λ. γαλλ.), χοντρό ύφασμα, που είναι πλεγμένο αραιότατα και χρησιμεύει ως βάση για κεντήματα, τάπητες κ.ά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καναβωτό — και καν(ν)αβωτό, το [κάν(ν)αβις] ύφασμα από κάν(ν)αβη κατάλληλο για κεντήματα, καμβάς …   Dictionary of Greek

  • κανεβάς — ο καμβάς* …   Dictionary of Greek

  • Μπερτολούτσι, Μπερνάρντο — (Bernardo Bertolucci, Πάρμα 1940 –). Ιταλός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Από τους διασημότερους και πιο σπουδαίους Ευρωπαίους δημιουργούς στον κινηματογράφο του 20ού αι., ο Μ. σπούδασε φιλολογία στο πανεπιστήμιο της Ρώμης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”